DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
bä̀r n ~et; pl. ~
gen. φρούτα τύπου χαμοκερασών,μούρων κλπ.
agric. σαρκώδης καρπός (bacca, uva)
agric., mater.sc. ράξκαθ.; ρόγα f; ρώγα f
econ. ραγώδες
forestr. σαρκώδης καρπός; μούρο m
nat.sc., agric. μαλακός καρπός
bår n ~en ~ar
forestr. φορείο m (για τραυματία)
bä̀ra v
gen. φέρω
bar adj. ~t ~a
gen. γυμνός; μπαρ
life.sc., tech. βαρίδα
met. βέργα χωρίς επένδυση
bàra adj.
gen. εφόσον; μόνο