DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bankverksamhet n
econ. τραπεζική δραστηριότητα
environ. υπερύψωση; διαμόρφωση πρανών; τραπεζικό σύστημα; υπερύψωση/διαμόρφωση πρανών/τραπεζικό σύστημα