DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bankning n ~en ~ar
commun., transp. είσοδος σε κλίση; η κλίση
industr., construct. χτύπημα f
transp., avia. κίνηση κλίσης; κίνηση περί το διαμήκη άξονα