DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
balk n ~en ~ar
gen. κώδικας
commun., el. μπάρα m; ράβδωση
construct. δοκός υποστηρίξεως; στρωτήρας αλλαγής; υποστήριγμα f
forestr. δοκός m (ξύλινη)
met. σφιγκτήρας με σταυρωτές ράβδους
transp. δοκός φέρουσα εξωτερικά φορτία; εξωτερικός φορέας; πυλόνας; φορέας f
transp., construct. σημαδούρα τηλεκατευθύνσεως; στήλος τηλεκατευθύνσεως; δοκός ακινητοποίησης οχημάτων