DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
balansering n ~en ~ar
environ. εξισορρόπηση; ισο-ζυγοστάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση
fin. μεταφορά σε επόμενες χρήσεις
mech.eng. εξισορρόπηση; μεταφορά στη θέση ισορροπίας