DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
balanséra v
gen. εξισορροπώ
commun., construct. ισορροπώ
comp., MS επανεξισορροπώ
fin. αντισταθμίζω
balanserad v
agric. ισορροπημένος
fin. εξισορροπημένος
market. κεφαλαιοποιημένο