DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
baláns [-an´s el. -aŋ´s] n ~en ~er
commun. αντιζύγιο; ισοδύναμο γραμμής
el. μείξη
environ. υπόλοιπο m (λογαριασμού); ισοζύγιο m; ισορροπία; ισοστάθμιση
law, fin., environ. υπόλοιπο λογαριασμού
transp., avia. ζυγοστάθμιση Βαρδ.
Baláns [-an´s el. -aŋ´s] n
comp., MS Ζυγός m
balans
: 1 phrase in 1 subject
Economics1