DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
baktérie [-e´rie] n ~n ~r
gen. βακτήριο
environ. σπέρμα f; μικρόβιο m; σπόρος m; φύτρο; σπέρμα/φύτρο/σπόρος/μικρόβιο f
environ., mater.sc. βακτήρια f; βακτηρίδια m
bakterier n
environ. βακτήρια f; βακτηρίδια m; βακτήρια/βακτηρίδια f
nat.sc. σχιζομύκητες f
bakterie
: 14 phrases in 4 subjects
Construction2
Economics1
Environment10
Materials science1