DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bakdörr n ~en ~ar
commun., IT κερκόπορτα f
comp., MS ιός κερκόπορτας; μυστική είσοδος
industr., construct., met. πίσω πόρτα
IT ρωγμή; τρωτότητα λογισμικού
bakdörr
: 1 phrase in 1 subject
Economics1