DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bàrn n ~et; pl. ~
gen. τέκνο m
earth.sc. μπαρν
econ. παιδί
environ. βρέφος m; νήπιο m
IT επόμενος κόμβος; απόγονος m
law, environ. βρέφος/νήπιο m