DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bàndtraktor n ~n ~er
forestr. ερπυστριοφόρος ελκυστήρας (τρακτέρ)
transp., agric. ερπύστρια f; ελκυστήρας με ερπύστριες; ερπυστριοφόρος ελκυστήρας