DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bàksida n ~n -sidor
gen. οπίσθια όψη; πίσω πλευρά
construct. πίσω όψη; όψη σφράγισης
mater.sc., industr., construct. όπισθεν
mech.eng. πίσω φλάντζα; πίσω πέλμα
phys.sc., mech.eng. επόμενο άκρο
tech., industr., construct. ανάποδη
bàksidan n
nat.sc. αόρατη πλευρά
baksida
: 1 phrase in 1 subject
Law1