DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bàkgrund n ~en ~er
gen. υπόβαθρο m
comp., MS φόντο m; μοτίβο επιφάνειας εργασίας; ταπετσαρία f
patents. κεκτημένες γνώσεις
bakgrunds- n
comp., MS στο παρασκήνιο
bakgrund
: 1 phrase in 1 subject
Economics1