DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
böj n ~en ~ar
fish.farm. αγκώνας αγκιστριού
hobby, agric. καμπύλη του αγκιστριού
industr., construct., met. κάμψη; κύρτωση
boj [båj´] n ~en ~er
fish.farm. πλωτήρας f; σημαδούρα f
bö̀ja v
gen. σκύβω
böj
: 1 phrase in 1 subject
Environment1