DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bö́ter n
econ. πρόστιμο m
environ. ποινικές ρήτρες; εκλεκτός m; λεπτός m; χρηματική ποινή
law χρηματική ποινική κύρωση
law, environ. ποινικές ρήτρες/πρόστιμο/χρηματική ποινή/λεπτός/εκλεκτός