DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bö̀rsmäklare n ~n; pl. ~, best. pl. -mäklarna
fin. εμπορομεσίτης; μεσίτης m; χρηματιστής; χρηματιστηριακή εταιρία; χρηματιστηριακό γραφείο; χρηματιστηριακός πράκτορας; διαπραγματευτής στο floor χρηματιστηρίου; μεσάζων διαπραγματευτής; επενδυτής χρηματιστηρίου; εντολοδόχος διαπραγματευτής; καθαρός διαπραγματευτής
fin., econ. μεσίτης συναλλάγματος; χρηματομεσίτης