DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bö̀rdighet n ~en
earth.sc., agric. γονιμότης m
forestr. γονιμότητα της περιοχής
life.sc. γονιμότητα f; ευφορία f
bördighet
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1