DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bö̀jning n ~en ~ar
gen. κάμψη
earth.sc., met. λυγισμός
el. διάθλαση; περίθλαση
industr., construct., met. κύρτωση σε επίπεδο γυαλί; κύρτωσησε σωλήνες
böjning
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1