DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bå̀t n ~en ~ar
gen. βάρκα f
environ. λέμβος m
transp., environ. σκάφος/λέμβος/ειδικευμένη εργασία
bats n
industr., construct., met. κόμπος γάμπας ποτηριού