DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bå̀ge n ~n bågar
gen. τόξο m
construct. θολωτή δοκός; τοξωτή δοκός; παραθυρόφυλλο; πλαίσιο παραθύρου
industr., construct. στράβωμα f
industr., construct., met. θόλος m
mech.eng. τοξωτή λαβή πριονιού
nat.sc. τοξοειδές f (arcus)
transp. εντοιχισμένο τόξο