DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adverb
bàst n ~et; pl. ~
forestr. εσωτερικός φλοιός
nat.sc. βίβλος m (phloema, liber); φλοίωμα f (phloema, liber)
nat.sc., agric. ιστός του εσωτερικού χιτώνος,βιβλικός ιστός
bäst adv.
gen. κάλλιστα
bä́ttre adv.
gen. καλύτερα
väl adv. bättre bäst
gen. ευημερία