DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bärlager n -lagret; pl. ~, best. pl. -lagren
construct. βάση
el. έδρανο στηρίξεως
mech.eng., el. έδρανο m; έδρανον ώσεως; ωστικό έδρανο; ωστικός τριβέας
transp. βάση και υπόβαση