DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bänk n ~en ~ar
gen. κάθισμα f
industr., construct., met. έδραση δοχείου
transp., industr. αδιαίρετο κάθισμα; κάθισμα σχήματος πάγκου
bànk n ~en ~er
gen. κυλινδρική θήκη ελαστικού
agric. σαμάρι
econ. τράπεζα f
environ. όχθη; ανάχωμα f; πρανές f
fin., IT τραπεζικός οργανισμός
law, min.prod. μπάγκος
life.sc. νησίς εν ποταμώ; ουδός εν ποταμώ
banker n
account. τράπεζες f
bänk
: 3 phrases in 1 subject
Economics3