DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bälg n ~en ~ar
chem. φυσητήρας αντικονιάματος; φυσερό; φυσητήρας f
earth.sc., life.sc. προέκταση φυσούνας
el. εμφυσητήρας f
industr., construct. πτυσσόμενη μεμβράνη
law, insur., chem. ασκός φυσητήρα
bälg
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1