DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bäck n ~en ~ar
environ. ρυάκι; ρύαξ; κολπίσκος/ρυάκι m
forestr. ρέμα f
bàck n ~en ~ar
gen. μπακ
industr., construct. συρτάρι προίκας
met. σιαγών
transp., nautic. πρόστεγο; καμπούνι