DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
bä̀rare n ~n; pl. ~, best. pl. bärarna
agric. φορεύς; μεταφορέας f; εργάτης που κατά τον τρύγο μεταφέρει τα καλάθια με το σταφύλι
environ. φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας f
industr., construct., chem. υλικό στήριξης
mater.sc. φορέας f
mater.sc., mech.eng., construct. διαχωριστικά σανίδων έδρασης παλέτας; διαχωριστικά της διπλής βάσης της παλέτας
med. μικροβιοφορέας
nat.sc., agric. αχθοφόρος m; κομιστής
tech. φορέας μέσων μαζικής καταστροφής
tech., industr., construct. ενίσχυση πίσω μέρους μοκέτας και χαλιού; βάση; σκελετός m
bar adj. ~t ~a
gen. γυμνός; μπαρ
life.sc., tech. βαρίδα
met. βέργα χωρίς επένδυση
bàra adj.
gen. εφόσον; μόνο