Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
adjective
bä̀rare
n ~n; pl. ~, best. pl. bärarna
agric.
φορεύς
;
μεταφορέας
f
;
εργάτης που κατά τον τρύγο μεταφέρει τα καλάθια με το σταφύλι
environ.
φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας
f
industr., construct., chem.
υλικό στήριξης
mater.sc.
φορέας
f
mater.sc., mech.eng., construct.
διαχωριστικά σανίδων έδρασης παλέτας
;
διαχωριστικά της διπλής βάσης της παλέτας
med.
μικροβιοφορέας
nat.sc., agric.
αχθοφόρος
m
;
κομιστής
tech.
φορέας μέσων μαζικής καταστροφής
tech., industr., construct.
ενίσχυση πίσω μέρους μοκέτας και χαλιού
;
βάση
;
σκελετός
m
bar
adj. ~t ~a
gen.
γυμνός
;
μπαρ
life.sc., tech.
βαρίδα
met.
βέργα χωρίς επένδυση
bàra
adj.
gen.
εφόσον
;
μόνο
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips