DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bä̀lte n ~t ~n
gen. ζώνη
forestr. ιμάντας m
life.sc. ζώνη πάγου
mater.sc. πυροσβεστική ζώνη
transp., avia. Κυκλική ζώνη
bältes- n
forestr. συστήματα λωρίδων