DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avyttring n ~en ~ar
law, commer. εκποίηση, πώληση, μεταβίβαση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων
law, market. εκποίηση; εκχώρηση; μεταβίβαση; μεταγραφή m