DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
avvisning n ~en ~ar
commun. αποτυχία πρόσβασης
immigr. επαναπροώθηση; αποπομπή; απέλαση
law, h.rghts.act. απόφαση απέλασης; μέτρο απέλασης
tech., mater.sc. απόρριψη
transp. άρνηση άδειας γιά προσγείωση; σήμα ακύρωσης προσγείωσης
avvisning tredjelandsmedborgare som nekas inresa n
immigr. υπήκοοι τρίτων χωρών με άρνηση εισόδου
avvisning
: 1 phrase in 1 subject
General1