DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avstyvning n
construct. ενίσχυση; στήριξη; στύλωση; υποστήριξη; ακαμπτοποίηση; σύνδεση ακαμψίας; ζεύξη; σύνδεσμος; ακαμψία; νεύρωση