DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avstängningskran n ~en ~ar
transp., mech.eng. γωνιώδης κρουνός; διακόπτης m; κρουνός m; στρόφιγγα διακοπής
transp., polit. δικλείδα απομόνωσης