DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avsprängning n ~en ~ar
industr., construct., chem. κόφτης m; Pάγισμααπό θερμικό σόκ
industr., construct., met. απόσπαση γυάλινου αντικειμένου από τον υαλουργικό αυλό; αποκοπή