DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avsmalning n ~en ~ar
agric., tech. μείωσις διαμέτρου κορμού από κάτω προς τα άνω
forestr. κωνικομορφία; κωνικός m; κωνικότητα f
industr., construct., met. στένεμα γυάλινου σωλήνα κατά το τράβηγμα
transp., construct. κυκλοφοριακή στένωση; μποτιλιάρισμα f; στένωση