DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avskiljare n ~n; pl. ~, best. pl. -skiljarna
chem. φυσαλιδογόνος πλυντρίδα με γυάλινη μεμβράνη
earth.sc., mech.eng. αποχωριστής m; διαχωριστής m
environ. συλλέκτης m