DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
avreglering n ~en ~ar
gen. αποκανονικοποίηση
avia., energ.ind. αποκανονικοποίηση; αποκανονιστικοποίηση' μείωση του ρυθμιστικού παρεμβατισμού; απονομικοποίηση
econ. κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων
environ. απορρύθμιση; κατάργηση των ρυθμίσεων; απορρύθμιση/κατάργηση των ρυθμίσεων
fin. αποκανονιστικοποίηση
law, fin. άρση των ρυθμίσεων; απορύθμιση
transp. διακοπή τροφοδοσίας
avreglering
: 1 phrase in 1 subject
Economics1