DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avloppsslam n ~met
environ. λάσπη ιλύς καθαρισμού επεξεργασίας λυμάτων; λάσπη ιλύς καθαρισμού (επεξεργασίας λυμάτων)
environ., agric., tech. ιλύς καθαρισμού λυμάτων
environ., industr. ίλυς προερχόμενη από εργασίες βυθοκόρησης; ίλυς προερχόμενη από εργασίες καθαρισμού; ιλύς; ιλύς καθαρισμού; ιλύς λυμάτων καθαρισμού