DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
avfasning n ~en ~ar
industr., construct. λανθασμένη κοπή; λοξή κοπή; φαλτσοκόψιμο m; λοξοτομή; πλευροτομία; φάλτσο; λοξότμητον
industr., construct., chem. Tρόχισμα για μπιζουτάρισμα; Σύνδεση με δόντια
industr., construct., met. μπιζουτάρισμα f