DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
avel [a´vel] n ~n
anim.husb. αναπαραγωγή/γενετική βελτίωση
environ. αναπαραγωγή; γενετική βελτίωση
life.sc., anim.husb., agric. εκτροφή επιλεγέντων φυλών; επιλεκτική αναπαραγωγή; επιλογή
avel
: 9 phrases in 5 subjects
Economics2
Environment1
General2
Microsoft1
Statistics3