DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
attribút [-u´t] n ~et; pl. ~
commun. χαρακτηριστικό γνώρισμα
commun., IT στοιχείο δεδομένου; στοιχείο δεδομένων
dat.proc. Χαρακτηριστικό στοιχείο; ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου
environ. ιδιότητα f; ιδιοχαρακτηριστικό (γνώρισμα); ιδιοχαρακτηριστικό m (γνώρισμα)
pharma., environ. ιδιοχαρακτηριστικό γνώρισμα
stat. χαρακτηριστικό m
stat., tech. ιδιότης m
attribut
: 4 phrases in 3 subjects
Criminal law1
Environment2
Finances1