| |||
χαρακτηριστικό γνώρισμα | |||
στοιχείο δεδομένου; στοιχείο δεδομένων | |||
Χαρακτηριστικό στοιχείο; ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου | |||
ιδιότητα f; ιδιοχαρακτηριστικό (γνώρισμα); ιδιοχαρακτηριστικό m (γνώρισμα) | |||
ιδιοχαρακτηριστικό γνώρισμα | |||
χαρακτηριστικό m | |||
ιδιότης m |
attribut : 4 phrases in 3 subjects |
Criminal law | 1 |
Environment | 2 |
Finances | 1 |