DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
arvóde n ~t ~n
environ. αμοιβή; δίδακτρα f; δικαιώματα f; εισφορά f; εξέταστρα f; τέλος m
law, environ. αμοιβή/τέλος/δικαιώματα/δίδακτρα/εξέταστρα/εισφορά
law, lab.law. αμοιβή ελεύθερου επαγγελματία
arvoden n
environ. επίδομα f
fin. αποζημιώσεις
arvode
: 1 phrase in 1 subject
Law1