DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
arméring n ~en ~ar
construct. οπλισμός m
el. οπλισμός προφύλαξης μαγνήτη; θωράκιση του καλωδίου; οπλισμός καλωδίου; οπλισμός του καλωδίου; ενίσχυση
met. οπλισμός πυρήνα