DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
arbetstagare n ~n; pl. ~, best. pl. -tagarna
econ. μισθωτός m
empl. εργαζόμενος m
forestr. υπάλληλος
lab.law. εργαζόμενοι; μισθωτός εργαζόμενος
arbetstagare EU n
econ. εργαζόμενος m (ΕE)