DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
arbetssätt n ~et; pl. ~
commun. λειτουργικός τρόπος; τρόπος λειτουργίας
commun., transp. τρόποι λειτουργίας
law, lab.law. τρόπος ενέργειας
polit. λειτουργία m