DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
arbetsmoment n ~et; pl. ~
lab.law. επιχείρηση; στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας
law, lab.law. στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας; χειρονομία εργασίας