DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
arbetsmiljö n ~n ~er
econ. εργασιακό περιβάλλον
environ. υγιεινή της εργασίας; ασφάλεια στην εργασία; εργασιακή ασφάλεια/ασφάλεια στην εργασία
lab.law. περιβάλλον εργασίας; χώρος εργασίας
law, econ. συνθήκες περιβάλλοντος
law, econ., lab.law. κλίμα της επιχείρησης; εργασιακό κλίμα
social.sc., empl., environ. χώρος εργασίας; περιβάλλον εργασίας' εργασιακός χώρος