DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
arbetsmedium n
earth.sc., el. κινητήρας ρευστού
el. ψυκτικό μέσο
mech.eng. ενεργό ρευστό
transp. μέσο λειτουργίας; περιβάλον λειτουργίας