DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
arbetsinkomst n ~en ~er
commun. έσοδα f
econ. δεδουλευμένο εισόδημα; εισόδημα από εργασία; εισόδημα εργασίας; εισόδημα προερχόμενο από εργασία; εργατικό εισόδημα
fin. σταθερό εισόδημα
arbetsinkomst
: 1 phrase in 1 subject
Economics1