Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Chinese
Chinese Taiwan
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hebrew
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Malay
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Serbian
Slovak
Slovene
Spanish
Thai
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
anslutningspunkt
n
commun.
χώρος πελάτη
commun., el.
αποληκτικό σημείο
comp., MS
σημείο σύνδεσης
el.
επιφάνεια συγκόλλησης
;
θύρα προσπέλασης
;
θύρα πρόσβασης
;
πόρτα προσπέλασης
;
πόρτα πρόσβασης
;
ηλεκτροπαροχή
;
σημείο ηλεκτροπαροχής
;
σημείο παράδοσης
;
σημείο λήψης
el., construct.
σημείο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε μια εγκατάσταση
life.sc., construct.
σημείον κλεισίματος
tech.
σημείο ελέγχου ροής
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips