DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
anslutningspunkt n
commun. χώρος πελάτη
commun., el. αποληκτικό σημείο
comp., MS σημείο σύνδεσης
el. επιφάνεια συγκόλλησης; θύρα προσπέλασης; θύρα πρόσβασης; πόρτα προσπέλασης; πόρτα πρόσβασης; ηλεκτροπαροχή; σημείο ηλεκτροπαροχής; σημείο παράδοσης; σημείο λήψης
el., construct. σημείο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε μια εγκατάσταση
life.sc., construct. σημείον κλεισίματος
tech. σημείο ελέγχου ροής