DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
anslutning n ~en ~ar
el. απόληξη; θύρα f; ενδιάμεση λήψη; διαδρομή σύνδεσης
insur. θυγατρική σχέση; προσχώρηση; σύνδεσμος
IT πόρτα f
math. σύνδεση
stat. σύνδεση
anslutningar n
earth.sc., mech.eng. συνδέσεις m; σύνδεσμοι m
el. λειτουργικοί ακροδέκτες
anslutning
: 3 phrases in 1 subject
Finances3