DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
annuitet [-ite´t] n ~en ~er
fin. ασφαλιστική αποζημίωση; επίδομα f; ετήσια δόση; ετήσια πρόσοδος; ράντα m; χρεωλύσιο εξόφλησης
insur. πρόγραμμα εφάπαξ καταβολής κατά τη συνταξιοδότηση
annuitet
: 2 phrases in 2 subjects
General1
Law1